Η Αιώνια Ταβέρνα
Τελικά ξέφυγες, τα κατάφερες
και αναχώρησες για το Αόρατο˙
αναρωτιέμαι – από ποιον δρόμο
μπόρεσες κι έφυγες από αυτόν τον κόσμο;
Χτύπησες δυνατά τις φτερούγες σου
και έσπασες στο τέλος το κλουβί σου·
πέταξες στον αέρα, ανέβηκες ψηλά
και πήγες στον πνευματικό τον κόσμο.
Ήσουν ένα ιδιαίτερο γεράκι
αιχμάλωτο μιας γριάς γυναίκας˙
μα όταν άκουσες το κάλεσμα,
αμέσως έφυγες για τον άμορφο κόσμο.
Ήσουν ένα μεθυσμένο αηδόνι
ανάμεσα σε κουκουβάγες˙
μα όταν ένιωσες την μυρωδιά του ροδώνα
αμέσως έφυγες για τον κήπο με τα ρόδα.
Υπέφερες πολλά απ’ το κρασί το χαλασμένο
και τελικά αναχώρησες για την αιώνια ταβέρνα.
Πήγες ίσια σαν βέλος στον στόχο της ευδαιμονίας·
πέταξες με δύναμη και έφυγες από εδώ κάτω.
Αυτός ο κόσμος σαν νεράϊδα
σου έδινε ψεύτικες ενδείξεις·
μα εσύ δεν έδωσες σημασία στις ενδείξεις
κι έφυγες για να πας στον δίχως ενδείξεις κόσμο.
Αφού έγινες ήλιος λαμπρός,
τι ανάγκη έχεις το στέμμα;
Αφού εγκατέλειψες την μέση
σε τι σου χρειάζεται η ζώνη;
Έχω ακούσει αυτά που λένε για της ψυχής το βλέμμα
όταν τα μάτια σφαλίζονται και σβήνουν·
γιατί να προσκολλάσει ακόμη στην ψυχή,
αφού έχεις πάει στην Ψυχή του Κόσμου;
Ω καρδιά, τι σπάνιο πουλί είσαι,
ώστε στο ταξίδι για τον Ευεργέτη
αναχώρησες με μόνη ασπίδα
τις δυο σου δυνατές φτερούγες.
Το ρόδο εγκαταλείπει το φθινόπωρο.
Τι θαραλλέο ρόδο που είναι,
αφού ξεφεύγει και γλιτώνει
από τον δυνατό άνεμο του φθινοπώρου.
Σαν βροχή που απ’ τον ουρανό πέφτει
πάνω στη στέγη του γήινου κόσμου,
πέφτεις κι Εσύ σε όλους τους τόπους
μα διαφεύγεις μέσα απ’ όλα τα ποτάμια.
Όμως σιγή τώρα· μείνε σιωπηλός!
Αψήφησε την επιθυμία για ομιλία·
σώπα τώρα, γιατί έφθασες στο σπίτι
εκείνου του μοναδικού σου Φίλου.
Τζαλαλεντίν Ρουμί