Η Αλληγορία του Σπηλαίου

 

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

 Ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να δουν.

Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκονται όλη τους την ζωή.

 

Στην Πολιτεία του (Ζ 514a-519d) ο Πλάτωνας παρουσιάζει πολύ παραστατικά, μέσα από τα λόγια του Σωκράτη, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, μια κατάσταση αληθινής άγνοιας. Αν και σήμερα η ανθρωπότητα έχει κάνει θαυμαστή πρόοδο στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ουσιαστικά βρίσκεται στο ίδιο σημείο, αν όχι σε χειρότερο, από εκείνο που περιγράφει ο αρχαίος σοφός στον μύθο του Σπηλαίου. Ο άνθρωπος συνεχίζει να αγνοεί την αληθινή φύση της πραγματικότητας γύρω του και δεν ξέρει, με απλά λόγια, τι ακριβώς είναι ο ίδιος και ποιο είναι το νόημα της σύντομης σχετικά ζωής του. Έτσι ο προβληματισμός και ο στοχασμός πάνω στην εικόνα που παρουσιάζει ο Πλάτωνας είναι ίσως πιο αναγκαίος στις μέρες μας.

*                                   *                                   *

 Το σπήλαιο και οι δεσμώτες

Σωκράτης: Ύστερα από αυτά, φαντάσου λοιπόν την δική μας φύση σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την εικόνα που θα σου παρουσιάσω τώρα.

Φαντάσου δηλαδή το εξής: Οι άνθρωποι είναι σαν να ζουν κάτω από την γη σε έναν χώρο που μοιάζει με σπήλαιο. Ένας μακρύς ανοδικός διάδρομος οδηγεί στην είσοδο, απ’ όπου το φως εισέρχεται και φωτίζει όλη την σπηλιά. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε αυτόν τον σπηλαιώδη χώρο από την παιδική τους ηλικία, δεμένοι από τα πόδια και τον αυχένα. Έτσι μένουν στο ίδιο μέρος, και υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορούν και βλέπουν, δηλαδή αυτό που είναι ακριβώς μπροστά τους, γιατί επειδή είναι αλυσοδεμένοι, δεν μπορούν να γυρίσουν το κεφάλι τους. Πίσω τους βρίσκεται μια δυνατή φωτιά και υπάρχει ένας τοίχος ανάμεσα στην φωτιά και στους κρατούμενους.

Φυσικά, υπάρχει κάποιο φως, δηλαδή από την φωτιά που ρίχνει την λάμψη της από πίσω τους, όντας από πάνω και σε κάποια απόσταση. Ανάμεσα στην φωτιά και σε αυτούς που είναι δέσμιοι υπάρχει ένας διάδρομος σε ένα ορισμένο ύψος. Φαντάσου ότι έχει χτιστεί ένας χαμηλό τοιχίο κατά μήκος του διαδρόμου, σαν την χαμηλή κουρτίνα που στήνουν εκείνοι που παίζουν κουκλοθέατρο, και πάνω από την οποία δείχνουν τις μαριονέτες τους.

Γλαύκωνας: Ναι, τα φαντάζομαι όλα αυτά.

 Σωκράτης: Φαντάσου λοιπόν τώρα ότι κατά μήκος αυτού του χαμηλό τοιχίου οι άνθρωποι κουβαλούν κάθε είδους πράγματα που φτάνουν ψηλότερα από τον τοίχο: αγάλματα και άλλα γλυπτά από πέτρα ή ξύλο και πολλά άλλα τεχνουργήματα που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι. Όπως θα περίμενε κανείς, κάποιοι μιλούν μεταξύ τους καθώς περπατούν και κάποιοι σιωπούν.

 Γλαύκωνας: Πολύ αλλόκοτη είναι η εικόνα που παρουσιάζεις εδώ και ασυνήθιστοι είναι αυτοί κρατούμενοι.

 Σωκράτης: Και όμως πιστεύω πως μοιάζουν με εμάς, γιατί μήπως νομίζεις ότι αυτοί οι δεσμώτες εκτός από τους διπλανούς τους και τον εαυτό τους βέβαια, βλέπουν τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως στον απέναντι τοίχο της σπηλιάς;

Γλαύκωνας: Αλήθεια, πώς θα μπορούσαν να δουν, αφού αναγκάζονται να κρατούν το κεφάλι τους ακίνητο για όλη τους την ζωή; 

Σωκράτης: Και τι γίνεται με τα πράγματα που μεταφέρουν; Δεν βλέπουν απλώς τις σκιές τους;

Γλαύκωνας: Ασφαλώς, τι άλλο;

Σωκράτης: Τώρα, αν μπορούσαν να συζητήσουν και να πουν κάτι για αυτά που βλέπουν, δεν νομίζεις ότι θα θεωρούσαν ότι οι σκιές που βλέπουν στον τοίχο είναι πραγματικά αντικείμενα;

Γλαύκωνας: Οπωσδήποτε έτσι θα νόμιζαν.

Σωκράτης: Και τι θα γινόταν τώρα αν και αυτή η φυλακή είχε έναν αντίλαλο που αντηχούσε στον τοίχο μπροστά τους; Κάθε φορά που ένας από τους ανθρώπους που περπατά πίσω από αυτούς που είναι αλυσοδεμένοι έκανε έναν ήχο, δεν νομίζεις ότι οι κρατούμενοι θα φαντάζονταν ότι αυτός ο ήχος βγαίνει από την σκιά που βλέπουν να περνάει από μπροστά τους;

Γλαύκωνας: Ναι, το δίχως άλλο, μα τον Δία!

Σωκράτης: Σίγουρα, όσοι είναι αλυσοδεμένοι δεν θα θεωρούσαν τίποτε πιο αληθινό από το σκιές των πραγμάτων.

Γλαύκων: Αναγκαστικά.

 

Η απελευθέρωση από τα δεσμά

 Σωκράτης: Τώρα λοιπόν, πρόσεξε τον τρόπο με τον οποίον θα απελευθερώνονταν από τις δικές τους αλυσίδες και επίσης θα απαλλάσσονταν από την πλάνη και την άγνοια, αν συνέβαιναν τα ακόλουθα σε αυτούς που ήταν αλυσοδεμένοι.

Όποτε κάποιος από αυτούς λυνόταν και αναγκαζόταν να σηκωθεί ξαφνικά, να γυρίσει, να ανέλθει και να κοιτάξει ψηλά προς το φως, σε κάθε περίπτωση το άτομο θα μπορούσε να το κάνει μόνο με πόνο και λόγω του εκτυφλωτικού φωτός δεν θα μπορούσε να κοιτάξει εκείνα τα πράγματα των οποίων τις σκιές έβλεπε προηγουμένως.

Αν όλα αυτά συνέβαιναν λοιπόν τι νομίζεις ότι θα έλεγε αν κάποιος τον βεβαίωνε ότι εκείνα που έβλεπε πριν ήταν ασήμαντα, αλλά ότι τώρα ήταν πολύ πιο κοντά στα αληθινά όντα και κατά συνέπεια τώρα που είναι στραμμένος προς αυτό που υπάρχει, βλέπει και πιο σωστά;

Και αν μάλιστα του έδειχνε κάποιο από τα πράγματα που περνούσαν και του ζητούσε να του πει τι είναι, δεν νομίζεις ότι θα τα έχανε και επιπλέον θα θεωρούσε ότι αυτά που έβλεπε προηγουμένως (δηλαδή τις σκιές) ήταν πιο αληθινά από αυτό που τώρα του έδειχνε;

 Γλαύκωνας: Ναι, απολύτως.

Σωκράτης: Και αν τον ανάγκαζε να κοιτάξει την λάμψη της φωτιάς, δεν θα τον πονούσαν τα μάτια του και δεν θα προσπαθούσε να την αποφύγει στρέφοντας το βλέμμα του σε εκείνο που εύκολα μπορούσε και έβλεπε; Και δεν θα αποφαινόταν ότι εκείνο ήταν στην πραγματικότητα πιο ξεκάθαρο από αυτό που του έδειχνε τώρα;

Γλαύκωνας: Ναι, έτσι θα νόμιζε.

Σωκράτης: Τώρα, όμως, αν κάποιος χρησιμοποιώντας βία τραβούσε αυτόν που είχε ελευθερωθεί μακριά από εκεί και τον έσερνε στην απότομη ανηφόρα του σπηλαίου και δεν τον άφηνε μέχρι να τον σύρει έξω στο φως του ήλιου, αυτός που τον έσερναν έτσι δεν θα ένιωθε στην πορεία πόνο και αγανάκτηση; Και όταν θα έφθανε στο φως του ήλιου, δεν θα τυφλώνονταν τα μάτια του από την λάμψη και δεν θα ήταν συνεπώς ανίκανος να δει έστω και ένα από τα πράγματα που τον βεβαίωναν τώρα ότι είναι αληθινά;

Γλαύκωνας: Δεν θα μπορούσε βέβαια να το κάνει καθόλου, τουλάχιστον όχι αμέσως.

Σωκράτης: Προφανώς θα χρειαζόταν λίγος χρόνος για να συνηθίσει, νομίζω, προκειμένου να δει με τα μάτια του αυτά που βρίσκονται εκεί πάνω έξω από τη σπηλιά, στο φως του ήλιου: Και σε αυτήν την διαδικασία προσαρμογής θα μπορούσε πρώτα και πιο εύκολα να διακρίνει τις σκιές και μετά τις εικόνες των ανθρώπων και των υπολοίπων πραγμάτων όπως αντανακλώνται στο νερό. Αργότερα, ωστόσο, θα μπορούσε να δει τα ίδια τα αληθινά πράγματα και από αυτά όσα βρίσκονται στον ουρανό και τον ίδιο τον ουράνιο θόλο, θα τα έβλεπε πιο εύκολα κατά την διάρκεια της νύχτας κοιτάζοντας το φως των άστρων και της σελήνης, παρά κοιτάζοντας τον ήλιο και την λάμψη του κατά την διάρκεια της ημέρας.

Γλαύκωνας: Ασφαλώς.

 

Η Φώτιση

Σωκράτης: Αλλά νομίζω ότι τελικά θα ήταν σε κατάσταση να κοιτάξει και τον ήλιο, όχι μόνο την αντανάκλασή του είτε στο νερό είτε όπου αλλού μπορεί να ανακλάται, αλλά τον ίδιο τον ήλιο, όπως είναι και στην θέση που είναι και να εξετάσει την φύση του.

Γλαύκωνας: Οπωσδήποτε αυτό θα συνέβαινε.

Σωκράτης: Και αφού τα έκανε όλα αυτά, τότε θα μπορούσε επίσης να συγκεντρώσει τα ακόλουθα στοιχεία για τον ήλιο, δηλαδή ότι είναι αυτός που ορίζει και τις εποχές και τα έτη, που διέπει όλα όσα υπάρχουν στην ορατή πλέον περιοχή του ηλιακού φωτός και ότι είναι επίσης η αιτία όλων εκείνων των πραγμάτων που οι άνθρωποι που κατοικούν στην σπηλιά έχουν μπροστά τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Γλαύκωνας: Είναι προφανές ότι θα έφτανε σε αυτά τα συμπεράσματα.

Σωκράτης: Και μετά τι; Αν ξαναθυμόταν την πρώτη του κατοικία, και την «γνώση» που είχαν εκεί και τους ανθρώπους με τους οποίους ήταν κάποτε αλυσοδεμένος, δεν νομίζεις ότι θα θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό λόγω της μεταμόρφωσης που είχε συμβεί και ότι για εκείνους θα ένιωθε οίκτο;

Γλαύκωνας: Πάρα πολύ μάλιστα.

Σωκράτης: Ωστόσο, τι θα γινόταν αν οι άνθρώποι στο σπήλαιο είχαν θεσπίσει κάποιες τιμές και επαίνους για όποιον διέκρινε πιο ξεκάθαρα τα αντικείμενα που περνούν από μπροστά ή για όποιον θυμόταν καλύτερα ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια αργότερα και ποια ταυτόχρονα με κάποια άλλα, έτσι ώστε με αυτόν τρόπο είχε αποκτήσει την ικανότητα εύκολα να προβλέπει τι θα περνούσε κάθε φορά τι θα μπορούσε να έλθει στην συνέχεια;

Νομίζεις άραγε ότι αυτός που είχε βγει από το σπήλαιο θα ζήλευε ακόμα εκείνους μέσα στο σπήλαιο και θα ήθελε να ανταγωνιστεί με όσους έχουν δύναμη και αναγνωρίζονται από τους πολλούς; Ή μήπως θα επιθυμούσε πολύ περισσότερο την κατάσταση για την οποία μιλάει ο Όμηρος, δηλαδή «να ζήσει πάνω στη γη ακόμη και αν δούλευε στο χωράφι κάποιου φτωχού αγρότη»; Δεν θα προτιμούσε να ανέχεται οτιδήποτε άλλο παρά να υιοθετεί τις σφαλερές απόψεις που επικρατούν στην σπηλιά και να ζει σαν εκείνους τους δεσμώτες;

Γλαύκωνας: Νομίζω ότι θα προτιμούσε να ανέχεται τα πάντα παρά να ζει εκείνη την ζωή.

 

Η επιστροφή στο σπήλαιο

Σωκράτης: Σκέψου όμως τώρα και το εξής: Αν αυτό το άτομο που είχε βγει από την σπηλιά κατέβαινε ξανά και καθόταν στο ίδιο μέρος όπως πριν, δεν θα έβρισκε σε αυτήν την περίπτωση – δηλαδή φεύγοντας ξαφνικά από το φως του ήλιου – ότι τα μάτια του γέμισαν σκοτάδι;

Γλαύκωνας:Μάλιστα, πάρα πολύ.

Σωκράτης: Αν για άλλη μια φορά, μαζί με εκείνους που είχαν μείνει δέσμιοι εκεί, ο απελευθερωμένος προσπαθούσε να διακρίνει τις σκιές – ενώ τα μάτια του είναι ακόμη αδύναμα και δεν έχουν προσαρμοστεί ξανά, αφού η προσαρμογή χρειάζεται κάποιο χρόνο – δεν θα τον περιγελούσαν εκεί κάτω και δεν θα έλεγαν ότι είχε ανέβει, αλλά τώρα είχε επιστρέψει στην σπηλιά με τα μάτια του κατεστραμμένα και επομένως δεν αξίζει να ανέβει κανένας εκεί πάνω. Και όποιον επιχειρούσε να τους απαλλάξει από τα δεσμά και να τους οδηγήσει επάνω, δεν θα μπορούσαν και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν κατάφερναν να τον πιάσουν στα χέρια τους;

Γλαύκωνας: Σίγουρα θα το έκαναν.

 Σωκράτης: Αυτήν λοιπόν την εικόνα, φίλε Γλαύκωνα, πρέπει να την συνδέσεις με όσα προείπαμε και να παραβάλεις αυτόν τον φαινομενικό κόσμο με τον χώρο του δεσμωτηρίου και το φως της φωτιάς με την δύναμη του ήλιου. Αν επιπλέον δεχτείς ότι ο δεσμώτης που ανεβαίνει επάνω και βλέπει έκθαμβος όσα κοιτάζει, αντιπροσωπεύει την άνοδο της ψυχής από τον ορατό στον νοητό κόσμο, τότε θα είσαι μέσα σε εκείνο που εγώ τουλάχιστον πιστεύω, αφού αυτό ποθείς να ακούσεις. Και αν είναι αληθινή η ιδέα μου, ο θεός σίγουρα το γνωρίζει. Σίγουρα για εμένα έτσι φαίνονται πώς είναι τα πράγματα. Δηλαδή ότι μέσα στον νοητό κόσμο η ιδέα του αγαθού που προβάλει στο τέλος δύσκολα γίνεται αντιληπτή. Αν όμως την δει κανείς έστω και μια φορά μπορεί να συμπεράνει ότι αυτή είναι η αιτία κάθε καλού και αγαθού, ότι αυτή είναι που γέννησε στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός και στον νοητό κόσμο είναι η κυρία που χαρίζει την αλήθεια και τον νου και σε αυτήν πρέπει να προσβλέπει όποιος σκοπεύει με σύνεση να κυβερνήσει στην ιδιωτική και στην δημόσια ζωή.

 Γλαύκωνας: Συμφωνώ κι εγώ με την άποψή σου, σύμφωνα με την δυνατότητά μου, βέβαια.

 Σωκράτης: Έλα, λοιπόν, να συμφωνήσεις και με την ακόλουθη άποψη, και ας μη σε παραξενεύει το γεγονός ότι όσοι έφθασαν ως εδώ δεν θέλουν πλέον να ασχολούνται με τις ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αντιθέτως νιώθουν την ανάγκη να ζει η ψυχή τους συνεχώς εκεί πάνω. Κάτι τέτοιο είναι φυσικό, αν βέβαια συμφωνεί με την εικόνα που περιγράψαμε προηγουμένως.

 Γλαύκωνας: Ναι, είναι φυσικό.

 Σωκράτης: Σου φαίνεται άραγε παράξενο το γεγονός ότι εκείνος που κατέρχεται από την θεϊκή θεωρία πίσω στις ανθρώπινες ανοησίες δεν γνωρίζει πώς πρέπει να φέρεται και μοιάζει ανόητος, επειδή δεν βλέπει ακόμα καλά μέχρι να συνηθίσει στο σκοτάδι του κόσμου και έτσι αναγκάζεται στα δικαστήρια ή οπουδήποτε αλλού να υποστηρίζει τις απόψεις του για την σκιά της δικαιοσύνης και για τα είδωλα που αντιπροσωπεύουν οι σκιές και έτσι αντιτάσσεται στις απόψεις περί δικαίου που έχουν εκείνοι οι οποίοι ποτέ δεν το είδαν;

 Γλαύκωνας: Όχι, δεν μου φαίνεται καθόλου παράξενο.

 Σωκράτης: Γιατί, βέβαια, αν είναι κανείς νοήμων μπορεί να θυμηθεί ότι υπάρχουν δυο είδη και δυο αιτίες για την διαταραχή της όρασης. Δηλαδή όταν περνάει κανείς από το σκοτάδι στο φως και όταν περνάει από το φως στο σκοτάδι. Συνεπώς πρέπει να παραδεχθεί ότι το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή και αν δει κάποια να σαστίζει και να μην μπορεί να διακρίνει καθαρά, δεν πρέπει να γελάει χωρίς λόγο αλλά να εξετάζει ποιο από αυτά τα δυο συμβαίνει: μήπως επειδή ήλθε από την πιο φωτεινή ζωή έχουν συσκοτιστεί τα μάτια της που δεν έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι, ή μήπως επειδή είχε συνηθίσει σε λιγότερο έφθασε σε πολύ πιο έντονο φως και τα μάτια της γέμισαν από την έντονη ακτινοβολία; Και τότε βέβαια την πρώτη θα την μακαρίσει για το πάθημα και για την ζωή της, ενώ την δεύτερη θα την κατηγορήσει και αν ένιωθε την διάθεση να γελάει σε βάρος της το γέλιο του θα είναι λιγότερο ανάρμοστο από ό,τι αν γελούσε με την ψυχή που έχει έρθει από το ανώτερο φως.

 Γλαύκωνας: Αυτά που λες είναι πολύ λογικά.

 

Η παιδεία στρέφει την ψυχή προς το αγαθό

Σωκράτης: Αν όλα αυτά ισχύουν, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι η παιδεία δεν είναι όπως λένε εκείνοι που την ασκούν ως επάγγελμα. Γιατί αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει επιστήμη στην ψυχή, αλλά την βάζουν οι ίδιοι, σαν να δίνουν την όραση σε τυφλούς.

Γλαύκωνας: Ναι, όντως αυτό λένε.

Σωκράτης: Η δική μας όμως άποψη είναι ότι ο καθένας έχει στην ψυχή του την ικανότητα να μαθαίνει και διαθέτει επίσης το κατάλληλο όργανο για την μάθηση. Και επίσης ότι, αν δεν γίνεται διαφορετικά, πρέπει να στρέφει κανείς το μάτι του μαζί με όλο του σώμα από το σκοτεινό στο φωτεινό. Έτσι πρέπει να στρέφει αυτήν την δύναμη και το όργανό της μαζί με την ψυχή από το γεννώμενο προς το καθαυτό ον, μέχρις ότου φθάσει να ατενίζει δίχως να υποφέρει την φωτεινότητα του όντος, το οποίο εμείς λέμε ότι είναι το αγαθόν. Έτσι δεν είναι;

Γλαύκωνας: Ναι.

Σωκράτης: Η παιδεία, λοιπόν, θα ήταν η τέχνη αυτής ακριβώς της στροφής, δηλαδή με ποιον τρόπο θα μπορούσε πιο εύκολα και πιο ωφέλημα να στραφεί η ψυχή, όχι για να της βάλει κανείς δύναμη, αφού ήδη την διαθέτει, αλλά για να διορθώσει τον προσανατολισμό της, επειδή δεν είναι στραμμένη σωστά ούτε βλέπει εκεί που πρέπει.

Γλαύκωνας: Ναι, έτσι φαίνεται.