Κάρμα: Ο Νόμος της Ανταπόδοσης

Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά.  –Μένανδρος 

Όλοι έχουμε ακούσει εκφράσεις τέτοιες όπως: "Όλα εδώ πληρώνονται", "Μα τι κάρμα πληρώνω τέλoς πάντων", «πρέπει να πάθει κανείς για να μάθει» και άλλα παρόμοια. Είτε πιστεύουμε στο κάρμα είτε όχι, είναι σημαντικό να καταλάβουμε τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό. Το κάρμα είναι μια σανσκριτική λέξη που σημαίνει «δράση» και κατ’ επέκταση τα αποτελέσματα και τα επακόλουθα της ανθρώπινης δράσης. Με αυτήν την τελευταία έννοια υποδηλώνει τον νόμο της ανταπόδοσης, ή τον νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος. Τι είναι αυτός ο νόμος; Με απλά λόγια σημαίνει πως ό,τι κάνει ο άνθρωπος επιφέρει καλό ή κακό στον ίδιον άμεσα ή μακροπρόθεσμα, ανάλογα με την φύση της πράξης του. Αυτός ο νόμος διέπει γενικά την ζωή όλων των ανθρώπων και ίσως όλων των όντων.

Οι αρχαίοι Ινδοί θεωρούσαν ότι υπάρχει ένας κοσμικός νόμος βάσει του οποίου αποδίδονται τιμωρίες ή ανταμοιβές στον κάθε άνθρωπο ανάλογα με τις πράξεις του. Έβλεπαν ότι τότε – όπως και τώρα – σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης δικαιοσύνης μερικά εγκλήματα δεν τιμωρούνταν είτε σκόπιμα είτε γιατί παρέμεναν κρυφά, και ότι οι καλές πράξεις ορισμένων αγαθών ανθρώπων δεν ανταμείβονταν. Έτσι θεώρησαν ότι υπήρχε κάποιος γενικός και «θείος» νόμος ο οποίος και απέδιδε αμερόληπτα τις αμοιβές και τιμωρίες και τον ονόμασαν: Νόμο του Κάρμα. Αυτός ο νόμος είναι αδιάρρηκτα δεμένος με την θεωρία της μετενσάρκωσης και της μεταθανάτιας ζωής.

Μια άλλη διαφορά ανάμεσα στον νόμο του κάρμα και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, είναι ότι ο νόμος των ανθρώπων ανταμείβει ή τιμωρεί – όταν βέβαια το κάνει – μέσα σε ένα εύλογο χρονικό πλαίσιο και οπωσδήποτε κατά την διάρκεια της ζωής του εν λόγω ατόμου. Ο νόμος του κάρμα όμως δεν επιφέρει την ανταπόδοση των πράξεων μόνο κατά την διάρκεια της ζωής του ατόμου, αλλά μερικές φορές στην επόμενη ζωή. Και αυτό γιατί οι Ινδοί πιστεύουν, όπως και πολλοί άλλοι αρχαίοι λαοί – Έλληνες, Αιγύπτιοι, Πέρσες κ.λπ. – στην μετενσάρκωση, δηλαδή ότι ο άνθρωπος γεννιέται, ζει και πεθαίνει και στην συνέχεια επανέρχεται σε μια νέα ενσάρκωση και ότι αυτό συμβαίνει πολλές φορές. Με βάση αυτήν την φιλοσοφία, ο νόμος του κάρμα μπορεί να επιβληθεί πιθανόν στην επόμενη ζωή, ή ακόμη και μετά από αρκετές ζωές.

Από τα προηγούμενα βγαίνει λογικά το συμπέρασμα ότι εξαιτίας καλών ή κακών πράξεων σε περασμένες ζωές ο άνθρωπος έχει ήδη δημιουργήσει κάρμα. Αυτό είναι το περασμένο κάρμα, το σαντσίτα κάρμα, δηλαδή το κάρμα που έχει ήδη συσσωρευτεί.  Ένα μέρος από αυτό το συσσωρευμένο κάρμα θα το υποστεί ειδικά στην τωρινή ζωή του. Αυτό είναι το πραράμπντα κάρμα, δηλαδή το κάρμα που θα βαρύνει την τωρινή ζωή του. Τέλος υπάρχει και το αγκάμι κάρμα, δηλαδή αυτό που δημιουργεί στην τωρινή ζωή του με τις πράξεις του και που θα αναγκαστεί να το αντιμετωπίσει στο μέλλον.

Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την αμεροληψία ενός τέτοιου νόμου και ειδικά όταν κάποιος καλείται σε αυτήν την ζωή να ξεπληρώσει το καρμικό του χρέος. Ιδού ένα μικρό παράδειγμα για να κατανοήσουμε την αιτία της δυσκολίας. Ας υποθέσουμε ότι όντας σε νεαρή ηλικία ακούτε ότι ένας ενήλικος διέπραξε ένα έγκλημα, π.χ. έναν φόνο. Όντας σε τρυφερή ηλικία και μην γνωρίζοντας καλά όλη την λειτουργία της κοινωνίας, εύκολα αποφαίνεστε ότι αυτός ο εγκληματίας πρέπει να τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά. Όταν μεγαλώνετε και γίνεστε, ας πούμε 70 χρονών μπορεί να τύχει ο εγκληματίας εκείνος να έχει πεθάνει προ πολλού και τώρα να έχει ξαναγεννηθεί σαν παιδί. Τυχαίνει λοιπόν τώρα να ακούσετε ότι πάνω σε ένα παιχνίδι που έπαιζε με άλλα παδιά εκείνο το παιδί - ο πρώην δολοφόνος - έπεσε, χτύπησε και έμεινε παράλυτος. Κατά πάσα πιθανότητα θα λυπηθείτε και θα αναρωτηθείτε γιατί το καημένο το παιδάκι έπαθε αυτό το κακό και θα ίσως σκεφθείτε ότι ο θεός, αν υπάρχει, δεν έπρεπε να επιτρέπει τέτοια συμβάντα.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όταν κάποιος βλάπτεται από έναν συνάνθρωπο, θα πρέπει να λέμε ότι «δίκαια το έπαθε, γιατί ποιος ξέρει τι κάρμα είχε». Κάτι τέτοιο είναι λάθος, η πράξη εκείνου που τον βλάπτει είναι άδικη άσχετα από το κάρμα που την προκάλεσε, γιατί αυτή η ίδια προκαλεί νέο κάρμα. Θα το διασαφηνίσουμε με ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι ο Α στην διάρκεια της ζωής του ληστεύει τον γείτονά του Β. Το κάρμα λειτουργεί άραγε τόσο απλά με το να περιμένουμε ότι ο Β στην επόμενη ενσάρκωση θα ληστέψει ή θα κάνει κάτι παρόμοιο σε βάρος του Α; Δεν είναι τόσο απλό. Ο Β μπορεί να έχει απλώς συγχωρήσει τον Α και σαν αποτέλεσμα να μην κάνει τίποτε σε βάρος του. Οπότε ο Α για να απαλλαγεί από τις ενοχές του που τον κατατρέχουν στο υποσυνείδητο, απλώς τυχαίνει να χάσει το πορτοφόλι του! Εδώ αν και το κάρμα εξοφλείται ο Β δεν βλάπτει τον Α και έτσι δεν δημιουργείται καινούργιο κάρμα.

 

Κάρμα και μεταθανάτια ζωή

Αν και το κάρμα είναι ο φορέας μιας θείας δικαιοσύνης, ορισμένοι άνθρωποι θεωρώντας ότι υπάρχουν κάποιοι άγνωστοι σκληροί δικαστές και κριτές που τιμωρούν αυστηρά κάθε έγκλημα, δεν συμφωνούν με μια τέτοια απονομή της δικαοσύνης, γιατί αφού σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους λαμβάνονται συχνά υπόψη κάποια δικαιολογητικά ή τέλος πάντων μπορεί να τιμωρηθεί ο ένοχος πιο ελαφρά, γιατί δεν θα έπρεπε και εκείνοι οι πραγματικοί ή φανταστικοί κριτές να δείχνουν κατανόηση και έλεος; Στην πραγματικότητα συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Υπάρχουν βέβαια σύμφωνα με την θεωρία τέτοιοι κριτές – αρχειοφύλακες του κάρμα – αλλά αυτοί πάντα επεμβαίνουν μειώνοντας τις ποινές και παρεμβαίνουν μάλιστα με τρεις τρόπους που θα παρουσιάσουμε πιο κάτω.

Όλοι έχουμε ακούσει ή έχουμε δει σε εικόνες την μεταθανάτια κρίση σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτικακή παράδοση. Αρχικά το πνεύμα του νεκρού οδηγείται μπροστά στους θεούς του Άδη οι οποίοι του δείχνουν όλες του τις πράξεις, καλές και κακές, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε κάποιες δέλτους ζωής, γνωστές και σαν "ακασικά αρχεία". Του τις δείχνουν λοιπόν για να συνειδητοποιήσει το κακό που έκανε και να συνετιστεί. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος με τον οποίον τον βοηθούν.

Έπειτα οδηγείται από τον Άνουβη στην αίθουσα της κρίσης. Εκεί η καρδιά του νεκρού τοποθετείται σε μια ζυγαριά και ζυγίζεται. Στον άλλον δίσκο της ζυγαριάς τοποθετείται το φτερό μιας στρουθοκαμήλου. Αν η καρδιά είναι πιο βαριά, τότε ο νεκρός θα πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά. Όμως ο Ερμής, ο οποίος παρίσταται στην αίθουσα της κρίσης, παρεμβαίνει υπέρ του ενόχου και ζητάει ελάφρυνση της ποινής, πράγμα που γίνεται δεκτό από τον Όσιρη που είναι ο Κριτής. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος παρέμβασης των κριτών.

Η εικόνα αυτή είναι φυσικά συμβολική. Ψυχολογικά, ο άνθρωπος που έχει διαπράξει ένα έγκλημα, π.χ. έναν φόνο εν βρασμώ ψυχής, νιώθει τύψεις. Όσο ζει οι τύψεις ίσως δεν είναι τόσο έντονες, γιατί εφευρίσκει διάφορες δικαιολογίες για την πράξη του και έχοντας, όπως όλοι, πολλά και διάφορα καθημερινά καθήκοντα δεν εστιάζεται πολύ στο γεγονός. Όμως μετά θάνατον όλα αυτά σταματούν και ανακαλύπτει ότι οι τύψεις του είναι πλέον μια ανοιχτή πληγή. Δεν νιώθει καθόλου καλά και εύχεται να υπήρχε κάποιος τρόπος να απαλλαγεί από αυτές. Έτσι δίνει μια εντολή, όπως θα λέγαμε, όταν έλθει ξανά στην ζωή να πληρώσει αυτό το χρέος. Αν τύχει ο άνθρωπος αυτός να είναι ευαίσθητος, θα είναι αποφασισμένος να το πληρώσει ακριβά. Στην περίπτωση αυτήν μπορεί να παρέμβουν οι κριτές και να τον πείσουν να δεχτεί έναν ηπιότερο τρόπο εξόφλησης του χρέους, γιατί η ενσάρκωσή του θα σπαταληθεί ανώφελα και δεν θα του δοθεί η ευκαιρία να πάρει κάποια μαθήματα στην ζωή και να βελτιώσει τον χαρακτήρα του. Σαν αποτέλεσμα μπορεί εκείνος που δολοφόνησε κάποτε, να τον χτυπήσει στην τωρινή ζωή με το αυτοκίνητο και απλώς να τον τραυματίσει ελαφρά. Έτσι οι κριτές παρεμβαίνουν μειώνοντας πάντα την ποινή και αυτός είναι ο τρίτος τρόπος παρέμβασης των κριτών.

Σύμφωνα με την θεωρία των οπαδών του Ζωροάστρη στον Άδη υπάρχουν πολλές περιοχές και μια από αυτές, η ανώτερη, είναι τα Ηλύσια Πεδία, ή Νήσοι των Μακάρων. Για το αν θα πήγαινε ή όχι ο νεκρός σε εκείνο το μέρος δεν το αποφάσιζαν οι κριτές· απλώς για να φθάσει ο νεκρός στην ευδαιμονική αυτήν περιοχή έπρεπε να περάσει από μια επικίνδυνη γέφυρα. Εκεί καιροφυλακτούσαν κάποια σκοτεινά πνεύματα, προσωποποιήσεις των ενοχών και των τύψεών του και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον ρίξουν από την γέφυρα. Τις περισσότερες φορές το πετύχαιναν και σαν αποτέλεσμα έπεφτε σε κατώτερες περιοχές. Στην καλύτερη περίπτωση παρέμενε στην γέφυρα μέχρι την επόμενη εσνάρκωσή του στην Γη.

Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν κάπως διαφορετικά τον νόμο της ανταπόδοσης. Έδιναν τον όρο «αντιπεπονθός», που σημαίνει αντιστάθμισμα, δηλαδή αποκατάσαση της ισορροπίας που είχε θιγεί από μια πολύ κακή πράξη. Σαν αποτέλεσμα της πράξης υπήρχε το αποκαλούμενο «άγος» ή μίασμα. Η αρμονία του σύμπαντος είχε διαταραχθεί και έπρεπε να γίνει κάτι ώστε η ισορροπία να αποκατασταθεί. Αυτό το κάτι συμπεριλάμβανε την τιμωρία του ενόχου. Από την άλλη πίστευαν ότι αυτός που ενεργεί σωστά, θα ανταμειφθεί. Έτσι ο Ευριπίδης γράφει «Όταν δίκαια δρω, δίκαια θα ανταμειφθώ».

 

Η απαλλαγή από το κάρμα.

Σύμφωνα με την γνώμη των περισσοτέρων φιλοσόφων δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει κανείς από το κάρμα. Κάποιοι όμως πιστεύουν ότι αυτό μπορεί κανείς να το πετύχει ή εξευμενίζοντας τους κριτές – όποιοι κι αν είναι αυτοί - ή δεχόμενος να υποστεί τα «ίσα», δηλαδή αυτό που λένε «οφθαλμός αντί οφθαλμού». Αυτοί όμως που έχουν εγκύψει περισσότερο και έχουν κατανοήσει αυτόν τον νόμο του κάρμα υποστηρίζουν πως υπάρχει κάποια καλύτερη λύση. Αυτό που προτείνουν είναι μια αλλαγή στάσης, η οποία πραγματοποιείται σε τρία στάδια.

Το πρώτο στάδιο είναι η μεταμέλεια. Αν και δεν θυμάται ότι διέπραξε σε περασμένες ζωές κάποια αδικήματα ή εγκλήματα, λογικά συμπεραίνει ότι στις τόσες πολλές προηγούμενες ζωές είναι σίγουρο ότι το έκανε. Λυπάται γι’ αυτό και θα ήθελε να βρει κάποιον τρόπο να ξεπληρώσει αυτούς που έβλαψε.

Το δεύτερο στάδιο είναι η απόφαση να μην βλάψει κανέναν άνθρωπο από εδώ και πέρα. Ακολουθεί την αρχή της αβλάβειας όχι μόνο απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και στα ζώα.

Το τρίτο στάδιο είναι η  επιλογή των φίλων και της παρέας του. Στρέφεται σε ανθρώπους που είναι συνετοί ή και παρόμοιοι με αυτόν ή ίσως και καλύτεροι και – αν είναι τυχερός – μπορεί να βρει έναν αληθινό δάσκαλο ή γκουρού που μπορεί να τον βοηθήσει. Ένας τέτοιος δάσκαλος έχει βαδίσει τον δρόμο πριν από αυτόν και μπορεί να του συμπαραστεθεί ποικιλοτρόπως. Είναι όπως ένας ανεβαίνει φορτωμένος σε ένα βουνό και μπορεί να βρει έναν καλό άνθρωπο που θα πάρει πρόθυμα ένα μέρος του φορτίου του και να βαδίσει μαζί του.

Το τέταρτο στάδιο είναι μια βαθιά αλλαγή μέσα του. Αποφασίζει να εγκαταλείψει οριστικά την κακία, την αδικία, και τον εγωκεντρισμό και ακόμη περισσότερο είναι έτοιμος να χαράξει μια νέα πορεία στην ζωή του. Θέλει να κάνει το καλό και να υπηρετήσει τους συναθρώπους του και να προσφέρει ό,τι δύναται για το καλό γενικά της ανθρωπότητας. Νιώθει σαν τον Ηρακλή που βρέθηκε κάποτε σε ένα σταυροδρόμι και έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στον δρόμο της αρετής και στον δρόμο της κακίας.

 

Ένας δρόμος προς την πλήρη ελευθερία

Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι η απαλλαγή από το κάρμα είναι απλώς αυτό που αποκαλείται εξιλέωση. Δηλαδή πρέπει κανείς να εξιλεωθεί για το κακό που έκανε. Προτείνουν για τον σκοπό την προσευχή, τον διαλογισμό και την εκτέλεση καλών πράξεων κάθε είδους. Βεβαίως αυτά είναι καλά και βοηθάνε. Φαίνεται όμως ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κατανοήσει βαθιά την έννοια του κάρμα και το ταυτίζουν με τις επιβλαβείς πράξεις. Δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι το καλό και το κακό είναι δυο όψεις ενός νομίσματος και ότι το σύνηθες είναι αυτός που κάνει τώρα το καλό σε μια άλλη περίπτωση παρασυρόμενος από κάποιες άλλες παρορμήσεις κάνει κάτι κακό. Ακόμη και ο κακός μπορεί σε μια περίπτωση να κάνει καλό. Τοσο οι καλές όσο και οι κακές πράξεις διαπράττονται σε ένα κλειστό σύστημα που μακροκοσμικά το ονομάζουμε εξωτερικό κόσμο και μικροκοσμικά υποκειμενικό κόσμο. Η διάπραξη καλών πράξεων μας οδηγεί απαρέγκλιτα – όπως και οι κακές πράξεις - σε μια νέα ενσάρκωση και μια νέα ζωή τόσο εμάς όσο και εκείνους που βοηθήσαμε για να αμειφθούμε εμείς και να μας προσφέρουν οι άλλοι.

Εδώ φαίνεται ότι φθάνουμε σε ένα λογικό αδιέξοδο. Δεν είναι όμως έτσι. Η διάπραξη καλών ή κακών έργων γίνεται αιτία για αναγκαστική μετενσάρκωση επειδή αυτές «καταγράφονται» τόσο από αυτόν που τις κάνει όσο και από εκείνον που μπορεί να τις υφίσταται. Όταν αυτός που τις κάνει δεν τις καταγράφει αλλά ακολουθώντας την λαϊκή ρήση «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό», τις ξεχνάει, είναι σαν να μην υπάρχουν και χαρακτηρίζονται ως ουδέτερες. Αφού δεν καταγράφονται και δεν εντυπώνονται από το εγώ που συνήθως περιμένει την ανταμοιβή ή φοβάται την τιμωρία, οι πράξεις αυτές δεν συνιστούν αιτία για μελλοντική επαναγέννηση.

Σε ένα στάδιο πιο προχωρημένο δεν τις παρατηρεί καθόλου γιατί τις κάνει αυθόρμητα. Οι άλλοι μπορεί να λένε πως κάνει καλές πράξεις, αλλά ο ίδιος απλώς ενεργεί σύμφωνα με την φύση του και δεν υπάρχει καμιά σκοπιμότητα σε αυτό. Είναι σαν να μην γίνεται από το εγώ, το οποίο άγεται και φέρεται από συγκινήσεις και υστεροβουλία. Απλώς έτσι είναι ως άνθρωπος και έτσι φέρεται. Για ό,τι κάνει δεν προσδοκά κάποια ανταμοιβή. Η δράση αυτή ακολουθεί έναν θείο, όπως θα λέγαμε ηθικό νόμο τον οποίον οι Ινδοί αποκαλούν Ντάρμα. Αφού η δράση αυτή δεν γίνεται από καλές ή κακές παρορμήσεις, ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει κάποιο εγώ στο οποίο να τις αποδώσει και έτσι σαν επακόλουθο αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μια δίχως εγώ οντότητα. Για την οντότητα αυτή υπάρχουν πολλά ονόματα, όπως ψυχή, θεία φύση, χριστική συνείδηση, φωτεινός νους, πλήρης κενότητα κ.λπ. Σε μια τέτοια κατάστταση κατακλύζεται συχνά από αλτρουιστική αγάπη, αγαθότητα, αρμονία ταπεινότητα, γαλήνη, διαύγεια του νου και ευδαιμονία. Σε μια τέτοια νοητική κατάσταση μπορεί να του γίνουν αποκαλύψεις σχετικά με τα μυστήρια του κόσμου και του αληθινού Εαυτού.

Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν βιώνει την αληθινή ελευθερία, γιατί τα δεσμά του ήταν οι παρορμήσεις που ωθούσαν το εγώ και έβαζαν σε ασταμάτητη κίνηση τον νου. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι άραγε δυνατόν να μετενσαρκωθεί, αφού δεν υπάρχει αιτία γι’αυτό; Φυσικά μπορεί να έλθει σε μια νέα γέννηση γιατί είναι πλέον ελεύθερος, και δεν έρχεται από ανάγκη, αλλά γιατί το επιλέγει. Έρχεται γιατί είναι γεμάτος από αγάπη και γνώση για να κάνει καλό στους ανθρώπους και συνήθως κάνει ένα έργο που είναι μεγάλη προσφορά προς όλη την ανθρωπότητα.